- τράβαλα
- τράβαλα, τα και ντράβαλα, τα(λ. ιταλ.), φασαρίες, στενοχώριες, περιπέτειες: Έχω ντράβαλα με τον προϊστάμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.